κοινως

κοινως
    κοινῶς
    1) совместно, вместе, сообща
    

(κ. καὴ πολιτικῶς βιῶναι Isocr.; τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.)

    2) общительно, отзывчиво, благожелательно
    

(κ. καὴ φιλικῶς Plut.)

    3) в общественном порядке, для общего блага
    

κ. μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν Thuc. — они принесли больше пользы в смысле общественном, чем вреда в частных своих действиях

    4) обыкновенным образом
    

(ἀσπάζεσθαι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοινως" в других словарях:

  • κοινῶς — κοινός common adverbial κοινός common adverbial κοινόω communicate pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοίνως — Κοῖνος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίνως — κοινόω communicate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • τεύκριο — (teucrium). Θάμνος της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι τ. το θαμνώδες. Φτάνει σε ύψος μεγαλύτερο του μέτρου και έχει βλαστούς λευκούς και χνουδωτούς φύλλα απλά, ακέραια, αειθαλή, πρασινωπά… …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • σισύμβριο — το / σισύμβριον, ΝΜΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βρασσικίδες τής τάξης καππαρώδη, με 150 περίπου είδη ποών που είναι ιθαγενείς τών ευκράτων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην… …   Dictionary of Greek

  • τριανταφυλλιά — Κοινή ονομασία φυτών του γένους ροδή, της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα)· πλήθος ποικιλίες και παραλλαγές των φυτών αυτών καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι ένα γένος πολύ πλούσιο σε είδη και γίνεται συνεχώς πλουσιότερο με… …   Dictionary of Greek

  • αλόφιλα ή αλόφυτα — Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»